- ζηλώσεις
- ζήλωσιςemulationfem nom/voc pl (attic epic)ζήλωσιςemulationfem nom/acc pl (attic)ζηλόωvie withaor subj act 2nd sg (epic)ζηλόωvie withfut ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζήλωσις — ζήλωσις, ή (Α) [ζηλώ] 1. η μίμηση με ζήλο («μεγάλων συγγραφέων καί ποιητῶν μίμησίς τε καί ζήλωσις», Λογγίν.) 2. συνήθεια («ἀρχαιότροποι ζηλώσεις», Φίλ.) 3. προσπάθεια με ζήλο 4. (για συζύγους ή εραστές) καχυποψία για τη συζυγική ή ερωτική πίστη … Dictionary of Greek